- συλλήπτρια
- ἡ, ΜΑβλ. συλλήπτωρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συλλήπτρια — fem nom/voc sg συλλήπτωρ accomplice fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλήπτριαν — συλλήπτρια fem acc sg συλλήπτωρ accomplice fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλήπτωρ — ό, θηλ. συλλήπτρια, ΜΑ, θηλ. και συλλήπτειρα, Μ βοηθός, αρωγός (α. «ἀγαθὴ συλλήπτρια τῶν ἐν εἰρήνη πόνων», Ξεν. β. «σὺ δ ἡμῑν τοῡδε συλλήπτωρ γενοῡ», Ευρ. γ. «πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ ἄν ἀλάστωρ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα… … Dictionary of Greek